Μουσική με ταχύμετρο
Αφού η αρχή της εξοικονόμησης του χρόνου κυριάρχησε στον χώρο της εργασίας, της τεχνικής, των κοινωνικών, ακόμη και των διαπροσωπικών, σχέσεων, ήρθε ο καιρός να κουρδιστεί ανάλογα και η τέχνη. Θα περίμενε ίσως κανείς τουλάχιστον στη σφαίρα αυτή να προβληθεί μεγαλύτερη αντίσταση στο σύνθημα «κινηθείτε όσο το δυνατόν γρηγορότερα». Και όμως η αντίσταση είναι μηδαμινή. Ιδιαίτερα στον χώρο της μουσικής, σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες, το φαινόμενο έχει τις πιο χτυπητές παρενέργειες. Ας μείνουμε μόνο στο λαϊκό (ή και στο δημοτικό) είδος. Κάθε τόσο σε συναυλίες παρουσιάζονται μπροστά στο ακροατήριο προικισμένοι εκτελεστές που επιδίδονται, επευφημούμενοι, σε ειδικές ακροβασίες ταχύτητας. Είναι εκτελεστές η δεξιοτεχνία των οποίων συνίσταται στο να κάνει τους ήχους να «τρέξουν», να κυνηγήσουν ο ένας τον άλλον, έως το σημείο ακόμη και το λαχάνιασμά τους να ακουστεί σαν επίτευγμα. Από τα βιολιά ή τα μπουζούκια έρχεται στ’ αυτιά εκείνη η διέγερση που προκαλεί πάντα το καταβρόχθισμα των στιγμών, των δευτερολέπτων. Είναι γεγονός ότι ο άνθρωπος εντυπωσιάζεται πολύ όταν ο μεγάλος του αντίπαλος, ο χρόνος, δείχνει να υποτάσσεται στις ικανότητες του. Και εδώ, αναμφίβολα, τα δάκτυλα και οι τένοντες του δεξιοτέχνη επιβεβαιώνουν μια εξαιρετική ανθρώπινη ικανότητα. Ναι, πράγματι, είναι δυνατόν τα δάκτυλα του μουσικού να κάνουν θαύματα, όπως του ταχυδακτυλουργού. Αυτό εγκωμιάζεται σήμερα, αυτό αποθεώνεται. Είναι ένα είδος μαγείας να παρακολουθεί το ακροατήριο μέσα από τον καλπασμό των φθόγγων το παιχνίδι που παίζει ένας κρυμμένος «δαίμων της επιτάχυνσης». Προς τα πού μας πάει; Δεν γνωρίζουμε. Γιατί βάζει τις νότες σε αυτή την κούρσα; Κανείς δεν απαντά. Είναι ένα στοίχημα που δεν ξέρουμε γιατί πρέπει να το δώσει ο καλλιτέχνης.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι με αυτή την επίδειξη ικανοτήτων οι εντυπώσεις παίρνουν το προβάδισμα απέναντι στις συγκινήσεις. Αποκλείεται να συγκινηθεί κάποιος όταν τον σπρώχνουν να μετακινείται συνεχώς, όταν ένα ερέθισμα το διαδέχεται αστραπιαία ένα άλλο. Δεν υπάρχει περίπτωση να φυτρώσει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο σπόρος της χαράς, της λύπης, της μελαγχολίας ή της οργής. Συμβαίνει, βέβαια, μερικές φορές, να ξεσπούν απότομα ορισμένα συναισθήματα. Οπωσδήποτε όμως έχει προηγηθεί μια διεργασία στην οποία περιλαμβάνονται ωθήσεις και αναστολές. Κάτι σε ωθεί να εκφράσεις μια επιθυμία σου, ένα φόβο ή ένα παράπονο, και κάτι σε εμποδίζει. Το συναίσθημα που θα διεγερθεί τελικά θα είναι το αποτέλεσμα μιας εσωτερικής διελκυστίνδας.
Όλα αυτά απαιτούν, φυσικά, λιγότερο ή περισσότερο χρόνο. Πάντως δεν είναι δυνατόν να αποδοθούν με μια ραγδαία βροχή από νότες. Το συμπέρασμα που δικαιολογημένα συνάγεται είναι ότι με τη δεξιοτεχνία της επιτάχυνσης οι συγκινήσεις λιμοκτονούν. Αλλά τότε πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για τέχνη των ήχων; Όπως και αν την εννοήσουμε, η μουσική είναι μια τέχνη που με τα μέσα των μελωδικών κυμάνσεων, κυρίως, και της αρμονίας μιμείται με τον τρόπο της (για να θυμηθούμε τον Ρουσσώ) τα ανθρώπινα πάθη. Οι μουσικές φόρμες αλλάζουν, τα πάθη μένουν. Αλλά να που φθάσαμε στο σημείο σήμερα να αναρωτιόμαστε μήπως ο κόσμος αδειάζει διαρκώς απ’ όσα κάνουν τις καρδιές να δονούνται, να χοροπηδούν ή να σφίγγονται. Φαίνεται πως ενώ η θερμοκρασία στον πλανήτη ανεβαίνει, μέσα στα στήθη των ανθρώπων κατεβαίνει πολύ χαμηλά. Φουντωμένοι απ’ έξω και μέσα ψυχροί.
Εδώ και καιρό οι αμφιβολίες εδραίωσαν το καθεστώς τους. Η αγάπη, η συμπάθεια, η φιλία, ή εμπιστοσύνη περιβάλλονται από ένα όλο και πυκνότερο δίχτυ αβεβαιοτήτων. Πόσο να αντέξει κανείς να ζει με πίστωση χρόνου; Παίρνοντας ως δεδομένο πως είναι στενά τα περιθώρια για να βεβαιωθεί σχετικά με τα δικά του συναισθήματα, καθώς και με τα συναισθήματα των άλλων, εγκαταλείπει προκαταβολικά την προσπάθεια να βρει την αλήθεια. Έτσι, λοιπόν, όταν επιλέξει να παρακολουθήσει μια συναυλία , θα ζητήσει από τους ήχους να τον απαγάγουν και να τον μεταφέρουν κάπου όπου είναι άγνωστα το καταστάλαγμα και η σταθερότητα, όπου τίποτα δεν θυμίζει την πίστη και την ειλικρίνεια στα αισθήματα. Οι ήχοι που θα ακούσει θα αναλάβουν να τον κάνουν να λησμονήσει οτιδήποτε πήγε ή πάει να ριζώσει μέσα στην καρδιά του. Μόλις ο βιρτουόζος πατήσει γκάζι με το παίξιμό του, το χειροκρότημα που παίρνει είναι ένα ομαδικό σήμα αποχαιρετισμού που δίνει το ακροατήριο στον εαυτό του. Αποχαιρετά την μύχια επιθυμία του να υπάρχει κάτι μέσα στον κόσμο που δεν αλλοιώνεται. Το διαρκές, το μόνιμο, το παντοτινό. Τι βάλσαμο θα έδινε στην ψυχή ενός θνητού, αν ο θνητός το πίστευε! Επειδή όμως δεν τολμά να το πιστέψει- μια και θα απαιτούσε από μέρους του ριζικές αποφάσεις και πράξεις- προτιμά να παραδοθεί σε ό,τι περνά, κυλά, ρέει με έναν ρυθμό ακατάσχετο.
Είναι σαν να φεύγουν όλα προς τα εμπρός, σε μια δραπέτευση από το παρόν και από το παρελθόν και χωρίς να υπόσχονται κανένα τερματισμό. Στο τέλος, ό,τι ακούμε απ’ αυτούς τους ξαναμμένους ζογκλέρ με τα δοξάρια ή και το πενάκι στο χέρι είναι ένας ήχος παράξενος, και μάλλον στριγγός: είναι το άκουσμα της παροδικότητας. Φθόγγοι που ζητούν να μας πείσουν ότι όλα παρέρχονται, γίνονται και ξεγίνονται. Μάλιστα, δεν είναι σπάνιο σε κάποια τραγούδια οι νότες να διαψεύδουν τους στίχους. Αν και οι στίχοι μιλούν για τις αργοπορίες του έρωτα, για την βασανιστική και συνάμα γλυκιά αναμονή της εμφάνισής του, οι πενιές σπεύδουν ακράτητες να τον συναντήσουν, μη μπορώντας να συμβιβαστούν με την παθητική κατάσταση της αναμονής. Για άλλα πράγματα (και σε άλλο τόνο) μιλά ο τραγουδιστής και για άλλα ο οργανοπαίχτης. Κατά κανόνα ο πρώτος θα παρασυρθεί και θα ακολουθήσει τελικά τον δεύτερο. Γιατί η ταχύτητα δελεάζει το κοινό περισσότερο από την εκφραστικότητα. Με την έκφραση σημειώνονται, συνήθως, στριφογυρίσματα στις διαθέσεις, δισταγμοί, κομπιάσματα. Ενώ η ταχύτητα δίνει μια λύση που ξεκαθαρίζει τα πράγματα: «φύγετε και μην νοιάζεστε πού θα πάτε».
Ακούοντας τις σύγχρονες μουσικές προσταγές γινόμαστε όλοι νομάδες. Το παν θεωρείται πως είναι να μετατοπιστούμε από κει που βρισκόμαστε, και να βρισκόμαστε διαρκώς σε μια κίνηση από την οποία ελπίζουμε να μεθύσουμε. Πράγματι, είναι δυνατόν ένας άνθρωπος, ή μια εποχή και ένας πολιτισμός, να μεθύσει με την ιδέα ότι διασχίζει το σύμπαν σαν μία βολίδα. Ο ίλιγγος του να ξεχνάς γιατί κινείσαι. Αρκεί να μη μεσολαβήσει η σκέψη πως είναι πιθανό η βολίδα να προσκρούσει κάποια στιγμή σε έναν αόρατο τοίχο: θα είναι ο τοίχος του κενού. Μια αίσθηση ότι έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, και ότι ο θόρυβος περισσότερο τάραξε την ψυχή παρά τη διασκέδασε. Ίσως προλαβαίνουμε ακόμη να αποτρέψουμε αυτή την κατάπτωση. Ίσως προλαβαίνουμε να ξαναφέρουμε την τέχνη πιο κοντά στη συνειδητή ζωή. Για να μην αντηχήσουν μια μέρα σ’ ολόκληρη την υφήλιο ουρλιαχτά μοναξιάς υπό τη συνοδεία οργάνων.
Βασίλης Καραποστόλης – Ομ. Καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας ΕΚΠΑ