“Το ελληνικό τραγούδι: από την παραμυθία στην εξύψωση”

site totragoudistizoimas

Το ελληνικό τραγούδι: από την παραμυθία στην εξύψωση

Ομιλία του κ. Βασίλη Καραποστόλη, Ομ. Καθηγητή Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την εκδήλωση της ΕΔΕΜ “Το τραγούδι στη ζωή μας ως συνδετικός δεσμός” που πραγματοποιήθηκε 11 Δεκεμβρίου 2023 στο Gazarte.

“Από πολύ παλιά ήταν αισθητό ότι στην ελληνική Λαϊκή Μούσα, όταν τραγουδά, λείπει,συνήθως, η ανάλαφρη διάθεση. Το αντίθετο: είναι μια Μούσα που ο τόνος της, η φωνή της φθάνει στα αυτιά μας σαν έχει σηκώσει ένα βάρος που την κάνει να λυγίζει. Βουρκώνει συχνά, σπάνια όμως θα αναλυθεί σε λυγμούς. Είναι φανερό ότι την βαραίνουν πολλά. Ανεκπλήρωτοι πόθοι, προσδοκίες που διαψεύδονται σύντομα, συμφορές που τις φέρνουν η φτώχεια κι οι πόλεμοι, ξενητεμοί που αφήνουν πίσω τους οικογένειες με ανοιχτές πληγές.

Ωστόσο, σε καιρούς παλαιότερους η λύπη του καθενός αντισταθμιζόταν κάπως χάρη στο γεγονός ότι αποκτούσε δεσμούς με τις λύπες των άλλων. Ελάμβανε χώρα αυτό που ένας σημαντικός λόγιος του 19ου αιώνα, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, το αποκάλεσε «συλλύπησιν». Συν-λύπησις: ομολογώντας, δηλώνοντας τις οδύνες τους, οι άνθρωποι έρχονταν κοντύτερα ο ένας στον άλλον. Μαζεμένοι γύρω από ένα τραπέζι  επιδίδονταν σε φωνητικές τελετές με τις οποίες οι καημοί πραΰνονταν, αν και δεν λησμονούνταν. Άρχιζε το ομαδικό τραγούδι, και με κάθε του γύρισμα οι βαρυφορτωμένοι με πικρίες συμμέτοχοι ένιωθαν ελαφρωμένοι, καθώς καταλάβαιναν πως δεν υπάρχει τίποτα το ανεπανάληπτο, τίποτα το εντελώς ατομικό σε όσα η ζωή εξαπολύει πάνω στους θνητούς. Όλοι μοιράζονται τα απρόβλεπτα και τα προβλεπτά. Όλοι περιορίζονται και υπομένουν. Ενώνοντας τις φωνές τους επικυρώνουν αυτή την αλήθεια, αλλά και πηγαίνουν πιο πέρα από αυτήν. Το γεγονός ότι δεν επέλεξε ο καθένας να κρυφτεί κάπου και να κλάψει μόνος του ή να ξεσπάσει βλασφημώντας την ώρα που γεννήθηκε, το γεγονός αυτό τους επαναφέρει στον στίβο του αγώνα για την ύπαρξη. Βρίσκονται όλοι καθιστοί ή όρθιοι (αν ξεκινήσουν έναν ομαδικό χορό) σε εκείνο το αλώνι για το οποίο μας μιλούν κάποιοι θρύλοι. Είναι το αλώνι όπου οι δυνάμεις της ζωής στο πρόσωπο ενός ρωμαλέου βοσκού, ή ενός ακρίτα-του Διγενή ακρίτα- παλεύουν με τον Χάρο. Δεν είναι όμως εδώ αντιμέτωποι μόνο η ζωή με τον θάνατο. Είναι το πείσμα εναντίον της παραίτησης, η υπερηφάνεια εναντίον της μεμψιμοιρίας.

Πουθενά αλλού δεν αντήχησε τόσο καθαρά η διαμάχη αυτή όσο στα δημοτικά τραγούδια. Εκεί ο άνθρωπος που πάσχει δεν είναι μόνος. Εκτός από τους ομοίους του με τους οποίους μοιράζεται τα βάσανα, έχει για συμπαραστάτες και άλλα όντα γύρω του που χωρίς να του μοιάζουν, του φαίνεται πως τον κατανοούν. Πουλιά, δέντρα, ποτάμια αποκτούν λαλιά για να του πουν πως ό,τι του συμβαίνει είναι προσωπικό και υπέρ-προσωπικό ταυτόχρονα. Αν υποφέρει από μιαν άτυχη αγάπη φαίνεται ότι συμπάσχει μαζί του ο κόσμος και η φύση. Ποιός θα αρνιόταν ότι κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με βάλσαμο και ότι αυτό το βάλσαμο αδυνατούν να το παρασκευάσουν τα σύγχρονα μουσικά εργαστήρια; Ποιός δεν θα αναγνώριζε πως στα δημοτικά τραγούδια το δάκρυ στεγνώνει πιο γρήγορα απ’ ότι στα ρεμπέτικα ή και στα λαϊκά όπου δεν είναι σπάνιο το μαράζι ν’ αφήσει μέσα στις καρδιές κάτι που πάει να σαπίσει;

Όταν ερχόμαστε στις πόλεις, βρίσκουμε, πράγματι, μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Η Λαϊκή Μούσα εδώ δεν έχει πια την υποστήριξη της φύσης. Πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνη της. Παρατηρούμε, πρώτα απ’ όλα, τις αλλαγές που σημειώνονται ως προς τα μέσα που διαθέτει. Είναι σημαδιακό κατ’ αρχάς ότι την δεσπόζουσα θέση του πνευστού οργάνου την πήρε ένα έγχορδο, το μπουζούκι. Με το φύσημα του κλαρίνου όποιοι είχαν κακοπάθει έπαιρναν ξανά και κυριολεκτικά τον «αέρα» απέναντι στις δυσκολίες της ζωής. Ενώ, αντίθετα, οι πενιές όσο κι αν ήταν μαλακές, έγδερναν τις καρδιές υπενθυμίζοντάς τους το άδικο που δεν διορθώνεται, τα λαχταριστά πράγματα που παραμένουν άπιαστα, ή τις ζαριές που ρίχνουν μάταια οι παραγκωνισμένοι μέσα σε έναν προδιαγεγραμμένο κόσμο. Λίγο-λίγο η αγωνιστική διάθεση των ανθρώπων διαβρώθηκε από μια μορφή παραδοχής της μοίρας, παραδοχή που μολονότι πονούσε, πότιζε το μυαλό και το νάρκωνε. Δεν ήταν όπιο εναντίον της οδύνης, ήταν ένα αντίδοτο προορισμένο να φέρει τη συμφιλίωση μαζί της. Έδρασε αποτελεσματικά; Δεν μπορούμε να το πούμε. Η νάρκωση που προσέφερε ήταν μόνο επιφανειακή και προσωρινή. Οι Έλληνες δεν είναι Ινδοί. Ποτέ οι επιθυμίες τους δεν υποκύπτουν εντελώς στο πεπρωμένο. Ούτε το αρνούνται αγέρωχα- γιατί αυτό αντιλαμβάνονται ότι θα τους ενέπλεκε σε μεγάλες περιπέτειες-ούτε και το πολεμούν ευθέως. Υπολογίζουν όμως ότι θα του ξεγλιστρήσουν, θα το ξεγελάσουν για λίγο.

Η τακτική αυτή των υπεκφυγών, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, είχε ένα τεράστιο ψυχικό τίμημα. Αυξήθηκε πολύ ο αριθμός εκείνων για τους οποίους οι συνεχείς ελιγμοί και το μέτρημα των εσόδων και των εξόδων τους έγινε καθημερινός κανόνας αν όχι ευαγγέλιο. Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε σε προηγούμενες εποχές, ιδιαίτερα στη δεκαετία του ’60, απέφευγαν να κοιτάξουν μέσα τους και να συγκρίνουν αυτά που ζητούσαν βουβά τα σωθικά τους με αυτά που κυριαρχούσαν έξω, στην κοινωνική ζωή. Δεν άντεχαν μια τέτοια αντιπαραβολή. Και για να μη τη σκέπτονται έπρεπε να έλθει ένας θόρυβος από τον περίγυρο και να γεμίσει τα κρανία τους. Ανατέθηκε έτσι σε ηχεία, όργανα και φωνές ειδικά ρυθμισμένες να τους διασκεδάσουν. Η εντολή ήταν σαφής: αφού πάσχουμε από καχεξία συγκινήσεων, πρέπει να ακουστούν μουσικές και λόγια που να μας διεγείρουν σε σημείο να ξεχάσουμε πως εμείς οι ίδιοι αδειάσαμε τον εαυτό μας.

Το αποτέλεσμα είναι σε όλους γνωστό: στον χώρο της μαζικής μουσικής διασκέδασης το κοινό γίνεται πλέον συχνά δέκτης μιας τραγουδιστικής πόζας που παράγεται σαν τυποποιημένο βιομηχανικό προϊόν. Κατάλληλα ασκημένοι λάρυγγες, πνευμόνια, χείλη και χέρια πασχίζουν για να πετύχουν έναν μόνο σκοπό: πώς να υπερτονίσουν. Ό,τι βγαίνει από το στόμα βγαίνει με ένταση, την ίδια στιγμή που οι χειρονομίες και οι μορφασμοί αντί να το συμπληρώνουν, δίνουν τη δική τους ξεχωριστή παράσταση. Δεν είναι λίγοι οι τραγουδιστές και οι τραγουδίστριες που για πετύχουν τον στόχο τους εξαρτώνται απόλυτα από ένα μεταλλικό φετίχ: δεν τραγουδούν με το μικρόφωνο, τραγουδούν για το μικρόφωνο. Είναι σαν να το εκλιπαρούν να μη τους προδώσει και αφήσει τη φωνή τους να πέσει στο κενό, χωρίς καμμιά ανταπόκριση.

Ιδού λοιπόν ποιό είναι το πρόβλημα σήμερα: ο φόβος του κενού. Όλος ο θόρυβος που ακούγεται, τα ντεσιμπέλ που αυξάνουν από τους κλειστούς χώρους μέχρι και τις παραλίες τα καλοκαίρια είναι για να καλύψουν το κενό. Αλλά ποτέ ο θόρυβος δεν θα μπορούσε να καταπνίξει εύκολα την ροπή των Ελλήνων να ανακοινώνουν αυτά που αισθάνονται. Ανήκουμε στους νότιους λαούς και όπως παρατήρησε κάποτε ο Ρουσσώ, οι Νότιοι καθοδηγούνται από τα πάθη τους ενώ οι Βόρειοι από τις ανάγκες τους. Στην δική μας περίπτωση το πάθος της ομιλίας ήταν ανέκαθεν μία από τις βασικές μας ανάγκες. Τι συνέβη λοιπόν και στις μέρες μας ανακόπηκε τόσο πολύ η παρόρμηση αυτή που ωθούσε τα άτομα να πλησιάσουν το ένα το άλλο και να ανιχνεύσουν τις προθέσεις τους και τα αισθήματά τους; Οι εκούσιες συναντήσεις των Ελλήνων αραίωσαν επειδή οι υποχρεωτικές συναντήσεις τους πύκνωσαν. Όσο περισσότερο υποχρεώνονται από τη σύγχρονη κοινωνική και οικονομική ζωή να συναλλάσσονται και να αναλώνονται στα διάφορα πάρε-δώσε τόσο λιγότερα έχουν να δώσουν από τα αισθήματά τους και τόσο λιγότερα να πάρουν από τους άλλους. Καθώς αυξηθήκαν οι συναλλαγές μεταξύ των ατόμων μειώθηκε και ο χρόνος για να κατασταλάξουν τα αισθήματα. Δεν προλαβαίνει κανείς να συνειδητοποιήσει ποιον έχει κάθε φορά μπροστά του, τι αντιπροσωπεύει για εκείνον, αν θα μπορούσε να τον εμπιστευτεί ή να τον συμπαθήσει.  Δεν ξέρει πια κανείς τι αισθάνεται και τι θα έπρεπε να αισθάνεται.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι φανερό ότι το τραγούδι σήμερα αναλαμβάνει ένα έργο κρίσιμης σημασίας. Παλαιότερα με τα μέσα που διέθετε, τη μελωδία, τον ρυθμό, τους στίχους, μπορούσε να αποδίδει τις συγκινήσεις των ανθρώπων. Η μελωδία εμιμείτο με τον τρόπο της τα αισθήματα, τα ξυπνούσε, τα αναμείγνυε. Όσο για τον στίχο συμπύκνωνε μερικές φορές με ανεξίτηλο τρόπο νοήματα και σημασίες έτσι που τα αισθήματα να γίνονται ,επιτέλους, κτήμα μας. Χάρη σε μία εύστοχη ρίμα, σε μία καίρια μεταφορά  ανακτούσαμε τον εαυτό μας. Ήταν αυτό πού μέσα μας αναδευόταν και δεν έβγαινε, μέχρι που το ανέσυρε ο στίχος για να μας το φέρει στα χείλη.

Το πρόβλημα στις μέρες μας είναι ότι το τραγούδι έχει ως πρώτη ύλη του συγκινήσεις που πάνε να ξεθυμάνουν γρήγορα. Οι εναλλαγές των καταστάσεων, η επιτάχυνση των διαδικασιών σε όλους τους τομείς της ζωής, το κούρδισμα του οργανισμού έτσι ώστε να κινείται μηχανικά σε ένα μηχανικό περιβάλλον έχουν ως αποτέλεσμα ο άνθρωπος να μη διαποτίζεται από τα αισθήματά του και να βιάζεται να βγει έξω από αυτά. Είναι σαν να φοβάται πώς ό,τι νιώθει θα τον καθηλώσει σε ένα σημείο από το οποίο θα δυσκολευόταν να μετακινηθεί, αν χρειαζόταν. Ακόμα κι αν πρόκειται για έναν έρωτα. Ο άνθρωπος του καιρού μας επιφυλάσσεται απέναντι στις ίδιες του τις συγκινήσεις. Όταν νιώθει κάτι, φοβάται μήπως τον δεσμεύσει. Όταν πάλι δεν νιώθει, φοβάται μήπως όταν νιώσει δεν θα είναι η κατάλληλη ώρα. Ζει λοιπόν με αναβολές και ματαιώσεις.

Εφόσον αυτό αληθεύει, το τραγούδι σήμερα αντί να αποδίδει τις συγκινήσεις του κοινού καλείται σχεδόν να τις δημιουργήσει. Σκεφτείτε πόσο δύσκολο είναι να τα βγάλει πέρα όταν απευθύνεται σε ένα κοινό η εκφραστικότητα του οποίου παρεμποδίζεται και χωλαίνει. Η άλλοτε τόσο ομιλητική ελληνική κοινωνία μαζεύει πλέον τα λόγια της ενώ ταυτόχρονα ξεμαθαίνει αυτό που ήξερε από παλιά: να διηγείται, να ξετυλίγει ιστορίες, να βγάζει αποφθέγματα. Καθώς λοιπόν στενεύουν τα περιθώρια για έκφραση, το τραγούδι καλείται να πει ιστορίες που τα άτομα είτε δεν βρίσκουν τις λέξεις είτε και τον χρόνο για να τις πουν. Απ’ αυτή την άποψη και μόνο καταλαβαίνετε πόση σημασία έχει ιδιαίτερα η ποιότητα της στιχουργικής τέχνης. Ίσως αυτό να είναι το μεγαλύτερο στοίχημα που πρέπει να δοθεί. Περιττεύει να πούμε πως χωρίς γερή μελωδική υποστήριξη οι στίχοι θα έχαναν ένα μεγάλο μέρος από τη δραστικότητά τους. Δεν συζητιέται αυτό. Αλλά πρέπει να προσέξουμε το εξής: πώς ενώ η μελωδία συχνά μας κάνει να νοσταλγούμε πράγματα που δεν υπάρχουν, οι στίχοι μας κάνουν να νοσταλγούμε πράγματα που υπήρξαν ή που υπάρχουν ή που μπορεί να υπάρξουν. Με τις νότες βυθιζόμαστε σε μια άλλοτε γλυκιά κι άλλοτε ανήσυχη αοριστία. Με τις λέξεις ξανακερδίζουμε την ικανότητα να προσδοκούμε κάτι που δεν  είναι αόριστο. Όπως είναι κάθε χαρά, κάθε ευτυχία. Όπως είναι π.χ η ευφορία του γλεντιού που άρχιζε, κάποτε, διθυραμβικά μετά το πρώτο τσούγκρισμα των ποτηριών. Έτσι, το τραγούδι αναλαμβάνει να μας κάνει και να αναπολούμε και να ελπίζουμε. Η κοινωνία μας, ο οικείος μας κόσμος έχει ανάγκη και από τα δύο. Φυσικά ο νόμος της ζωής θα συνεχίσει να ορίζει για τους Έλληνες να εργάζονται και να μοχθούν ώστε να εξασφαλίζουν όσα τους χρειάζονται. Παράλληλα όμως μία φωνή μέσα τους θα συνεχίσει να τους λέει πως η ζωή δεν εξαντλείται σε αυτό, πως δεν ζει κανείς απλώς, ζει πάντα για κάτι περισσότερο από τη ζωή. Είναι αυτό που σε ένα παλιό διήγημα του Καρκαβίτσα αποτυπώθηκε εμβληματικά και πού πρέπει να το σκεπτόμαστε ξανά και ξανά. Τι  λέει; Λέει πως οι Έλληνες κάποτε «έζων δι’ έναν έπαινον και απέθνησκον δι’ ένα  τραγούδι».

Βέβαια, δεν βρισκόμαστε πια σε τέτοιες ηρωικές εποχές. Τουλάχιστον όμως μπορούμε να υπολογίζουμε πάντα στο τραγούδι για να διασώσει και διαιωνίσει από την ύπαρξή μας κάτι που να αξίζει. Έχουμε ανάγκη εκτός από το να λέμε τον πόνο μας, να δημιουργούμε έργα στα οποία να αφιερώνουμε ό,τι μέσα μας αρνείται να πεθάνει. Τι περιμένουν λοιπόν από τα τραγούδια τους οι Έλληνες; Εκτός από το να τους παρηγορούν, να τους εξυψώνουν. Ας ελπίσουμε πως οι μουσικοί μας θα το νιώσουν πως αυτή η εκ βαθέων παραγγελία είναι η πιο σπουδαία από όσες θα μπορούσαν ποτέ να τους δοθούν.”